A poem translated from Greek by Alex de Voogt
Lovely flowers and white ones as was very befitting
He went inside the café where they would go together. —
It was here a friend of his, three months ago, told him,
“We haven’t got five cents. Two destitute children
is what we are — flat broke in the cheapest of places.
I am telling you frankly, that I can no longer
go with you. Someone else is asking about me.”
This someone had ordered two sets of clothing, and
some silken-smooth handkerchiefs.— For him to come back again
he moved heaven and earth, and he got twenty pounds.
They got back together thanks to those twenty pounds;
but also for their closeness, for their long-lasting friendship,
for their long-lasting love, for the deep-seated feelings.—
The “someone” was a liar, a veritable brat;
one set of clothes only he had made for him, and
that one with coercion, with thousands of pleadings.
But now he no longer wants any sets of clothing,
and not any of the silken-smooth handkerchiefs,
and not those twenty pounds, and not twenty piasters.
The Sunday they buried him, it was ten in the morning.
The Sunday they buried him: it’s almost a week ago.
On his common coffin they laid down the flowers,
lovely flowers and white ones as was very befitting
for his comeliness and for his twenty-two years.
When the night had descended— he had come into some work,
in need of earning his bread— he entered the café
where they would go together: a knife into his heart
the miserable café where they would go together.
Ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ
Μπήκε στο καφενείο όπου επήγαιναν μαζύ.—
Ο φίλος του εδώ προ τριώ μηνών του είπε,
«Δεν έχουμε πεντάρα. Δυο πάμπτωχα παιδιά
είμεθα — ξεπεσμένοι στα κέντρα τα φθηνά.
Σ’ το λέγω φανερά, με σένα δεν μπορώ
να περπατώ. Ένας άλλος, μάθε το, με ζητεί.»
Ο άλλος τού είχε τάξει δυο φορεσιές, και κάτι
μεταξωτά μαντήλια.— Για να τον ξαναπάρει
εχάλασε τον κόσμο, και βρήκε είκοσι λίρες.
Ήλθε ξανά μαζύ του για τες είκοσι λίρες·
μα και, κοντά σ’ αυτές, για την παληά φιλία,
για την παληάν αγάπη, για το βαθύ αίσθημά των.—
Ο «άλλος» ήταν ψεύτης, παληόπαιδο σωστό·
μια φορεσιά μονάχα του είχε κάμει, και
με το στανιό και τούτην, με χίλια παρακάλια.
Μα τώρα πια δεν θέλει μήτε τες φορεσιές,
και μήτε διόλου τα μεταξωτά μαντήλια,
και μήτε είκοσι λίρες, και μήτε είκοσι γρόσια.
Την Κυριακή τον θάψαν, στες δέκα το πρωί.
Την Κυριακή τον θάψαν: πάει εβδομάς σχεδόν.
Στην πτωχική του κάσα του έβαλε λουλούδια,
ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ
στην εμορφιά του και στα είκοσι δυο του χρόνια.
Όταν το βράδυ επήγεν— έτυχε μια δουλειά,
μια ανάγκη του ψωμιού του— στο καφενείον όπου
επήγαιναν μαζύ: μαχαίρι στην καρδιά του
το μαύρο καφενείο όπου επήγαιναν μαζύ.